- παιδεύμασιν
- παίδευμαthat which is reared upneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγχορεύω — ἐγχορεύω (AM) 1. χορεύω σ έναν τόπο (ἐγχορεύω ἐν Ἰνδίᾳ») 2. ευχαριστιέμαι («ἐγχορεύω ἐν παιδεύμασιν») … Dictionary of Greek